αγκωνιαίος

αγκωνιαίος
Επιστημονική ονομασία του μικρού πυραμιδοειδούς μυός, που βρίσκεται στο πίσω μέρος της επιφάνειας του αγκώνα και στον οποίο οφείλεται η ικανότητά του να εκτείνεται.
* * *
-αία, -αίο [αγκώνας]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγκώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

  • παρακονδύλιος — α, ο ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κόνδυλο οστού 2. φρ. «παρακονδύλια απόφυση» ανατ. η κάτω έξω προεξοχή τού βραχιόνιου οστού, από την οποία εκφύονται οι εκτείνοντες μύες τού πήχεως και ο αγκωνιαίος μυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”